- υπομισθώνω
- υπομίσθωσα, υπομισθώθηκα, υπομισθωμένος, υπενοικιάζω κάτι από άλλον ενοικιαστή: Σας ενοικιάζωτο διαμέρισμα, αλλά μην το υπομισθώσετε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.